19/10/2008
Του Νικου Κ. Αλιβιζατου*
Βυζαντικά χρυσόβουλα, πριγκιπικές επισκέψεις, χειροθεσίες ανώτατων δικαστικών λειτουργών, επιχειρηματικές κινήσεις που θα ζήλευε και η πιο αδίστακτη offshore των Βερμούδων. Αυτές είναι μερικές από τις πιο γαργαλιστικές πτυχές της «υπόθεσης Βατοπεδίου», που η ανασύνθεσή τους θα χρειαζόταν το ταλέντο ενός Ουμπέρτο Εκο ή έστω ενός Νταν Μπράουν (με ή χωρίς τα πτώματα μερικών φανατικών μοναχών, Ελλαδιτών ή μη).
Προς το παρόν δεν βρισκόμαστε εκεί. Λόγω της εμπλοκής κορυφαίων παραγόντων της σημερινής κυβέρνησης, το Βατοπέδι βρίσκεται στο επίκεντρο ενός πολύ πιο πεζού κόσμου, του κόσμου της ελληνικής πολιτικής (την ώρα, σημειωτέον, που η παγκόσμια οικονομία καταρρέει). Ετσι, με κίνδυνο να εξομοιώσω την υπόθεση αυτή με τα τετριμμένα σκάνδαλα των τελευταίων ετών, θα θίξω μερικές θεσμικές πλευρές της, που η αντιπαράθεση των ημερών εμπόδισε την ανάδειξή τους.
Πιο συγκεκριμένα, θα υποστηρίξω την άποψη πως η υπόθεση Βατοπεδίου, παρά το μεγάλο οικονομικό αντικείμενό της, δεν ενδιαφέρει τόσο καθ’ εαυτήν, όσο γιατί αποκαλύπτει κραυγαλέα ελλείμματα της έννομης τάξης μας σε δύο τουλάχιστον πεδία: Τη νομική θέση των θρησκευτικών καθιδρυμάτων και τις κυβερνητικές ευθύνες στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος.
Eκκλησία και μονές
Οι στενοί δεσμοί της Εκκλησίας της Ελλάδος με την Πολιτεία είναι γνωστοί: Με έρεισμα τη συνταγματική αναγόρευση της Ορθοδοξίας σε «επικρατούσα θρησκεία», η Εκκλησία απολαμβάνει σειρά προνομίων, σημαντικότερα από τα οποία είναι δίχως άλλο η μισθοδοσία του κλήρου από το κράτος και η υποχρεωτική κατηχητική διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία.
Εξ ίσου γνωστή είναι και η ιδιόρρυθμη ασυλία που απολαμβάνουν η Εκκλησία της Ελλάδος και τα ποικιλώνυμα καθιδρύματά της (μητροπόλεις, ενοριακοί ναοί). Παρά το ότι πρόκειται για νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, τα οικονομικά τους δεν ελέγχονται, ενώ η διαχείριση της περιουσίας τους ξεφεύγει από κάθε μορφής λογοδοσία. Απαρχαιωμένες, οι σχετικές ρυθμίσεις ως επί το πλείστον δεν εφαρμόζονται. Επί πλέον, όποιος πολιτικός, κρατικός λειτουργός, δικαστής ή και απλός πολίτης ζητήσει την εφαρμογή τους αντιμετωπίζεται ως αποσυνάγωγος και «αιρετικός».
Το καινούργιο στοιχείο που ανέδειξε η υπόθεση Βατοπεδίου αφορά τις ιερές μονές και την απόλυτη σύγχυση που επικρατεί σήμερα για τη διαχείριση της περιουσίας τους.
Αναφέρομαι εν πρώτοις στις είκοσι μονές του Αγίου Ορους, το καθεστώς των οποίων διέπεται από ένα εντελώς ξεπερασμένο νομοθέτημα, τον καταστατικό χάρτη του 1926. (Ενδεικτικότατα, το πρώτο κεφάλαιο του εν λόγω χάρτη τιτλοφορείται «Προνόμια και ασυδοσίαι»!) Ο νόμος αυτός, ωστόσο, παρά τη συνταγματική κατοχύρωσή του (άρθρο 105 Σ.), κάθε άλλο παρά εμποδίζει τον οικονομικό έλεγχο της διαχείρισης της περιουσίας των μονών, όχι μόνον από τον διοικητή του Αγίου Ορους, τον οποίο διορίζει η κυβέρνηση, αλλά και από κάθε άλλο αρμόδιο κρατικό όργανο, συμπεριλαμβανομένου –κατά την ορθότερη άποψη– και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αρκεί να υπάρχει προς τούτο η αναγκαία πολιτική βούληση και να λαμβάνεται μέριμνα να μη θιγεί η «ανώτατη εποπτεία» του Οικουμενικού Πατριαρχείου (την οποία το Σύνταγμα περιορίζει μόνον στα «πνευματικά» ζητήματα).
Αναφέρομαι από την άλλη στα πεντακόσια και πλέον μοναστήρια της υπόλοιπης Ελλάδας, τα οποία λειτουργούν και αυτά ως ΝΠΔΔ. Παλαιότερα, ο νόμος διέκρινε την περιουσία τους σε «διατηρητέα» και «εκποιητέα» και περιείχε λεπτομερείς ρυθμίσεις για τη διαχείριση της τελευταίας από τον ΟΔΕΠ (ν. 4684/1930). Ωστόσο, το καθεστώς αυτό το ανέτρεψε ο διαβόητος ν. 1700/1987, ο οποίος όμως έκτοτε καταργήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου. Ετσι, επικρατεί πλήρης σύγχυση για το ποιες ακριβώς διατάξεις της προϊσχύσασας νομοθεσίας αναβίωσαν και ποιες όχι. Με αποτέλεσμα, η εκποίηση μοναστηριακών ακινήτων να γίνεται σήμερα χωρίς την παραμικρή εγγύηση δημοσιότητας και διαφάνειας.
Θύλακοι αδιαφάνειας, τα μοναστήρια προσφέρονται έτσι για κάθε είδους αθέμιτες συναλλαγές σε βάρος όχι μόνον καλοπροαίρετων πιστών αλλά και του ίδιου του Δημοσίου. Είναι καιρός να επανεξετασθεί το νομικό καθεστώς τους.
Απρόσφορες επιτροπές
Το άλλο σοβαρό έλλειμμα της έννομης τάξης που ανέδειξε η υπόθεση Βατοπεδίου αφορά τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος.
Αναφέρθηκα ήδη στην αβελτηρία των κοινών ελεγκτικών μηχανισμών –συμπεριλαμβανομένης και της Δικαιοσύνης– έναντι της Εκκλησίας και των νομικών προσώπων της. Εδώ θα με απασχολήσει το ζήτημα των κυβερνητικών ευθυνών.
Ο μακρύς κατάλογος των εξεταστικών επιτροπών, που συγκροτήθηκαν τα τελευταία είκοσι χρόνια, δείχνει νομίζω ότι ο θεσμός αυτός δεν προσφέρεται για τη διαλεύκανση σκανδάλων και την απόδοση ευθυνών. Με συμμετοχή κατά πλειοψηφία βουλευτών του κυβερνητικού στρατοπέδου (και με πρόεδρο πρόσωπο της εμπιστοσύνης της εκάστοτε εξουσίας), οι εξεταστικές επιτροπές σπανίως προχωρούν σε βάθος. Κατά κανόνα εξυπηρετούν τις επικοινωνιακές ανάγκες όσων ζητούν τη σύστασή τους.
Οσο για την ποινική ευθύνη των υπουργών, θα περίμενε κανείς ότι η ριζική αναμόρφωσή της –με διακομματική μάλιστα συναίνεση– το 2001, θα την απήλλασσε από τα βαρίδια που έως τότε την είχαν μετατρέψει από μέσο ελέγχου των υπουργών που παρανομούν σε μέσο δίωξης της εκάστοτε αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πράγματι, προβλέποντας τη διεξαγωγή (απλής) προκαταρκτικής εξέτασης προτού ασκηθεί ποινική δίωξη, το νέο άρθρο 86 Σ. «αποδραματοποίησε» τη σχετική διαδικασία, αφού δεν προϋποθέτει πλέον «αποχρώσες ενδείξεις», αλλά απλά «στοιχεία». Στοιχεία μάλιστα που αρκεί να προέκυψαν στο πλαίσιο άλλης προκαταρκτικής ή διοικητικής εξέτασης.
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τη νέα συνταγματική ρύθμιση και τον ισχύοντα νόμο (ν. 3126/2003), για τον χαρακτηρισμό των υφιστάμενων ενδείξεων ως «αποχρωσών» (και την άσκηση από εκεί και πέρα της ποινικής δίωξης) αρμόδια είναι πλέον μόνον η Βουλή. Και τούτο βάσει των στοιχείων που ο αρμόδιος ανακριτής οφείλει να της διαβιβάσει «αμελλητί», χωρίς να προβλέπεται η μεσολάβηση κανενός.
Με βάση τα ανωτέρω, νομίζω ότι η ερμηνεία που έδωσε στις κρίσιμες διατάξεις ο πρωθυπουργός στις Βρυξέλλες δεν ευσταθεί. Οσο για τους παραιτηθέντες εισαγγελείς, διερωτάται κανείς γιατί, όταν πιθανολόγησαν ευθύνες υπουργών, δεν διαβίβασαν τον φάκελο απ’ ευθείας στη Βουλή, αλλά απευθύνθηκαν στον προϊστάμενό τους.
Πολύ φοβούμαι λοιπόν ότι ούτε η ποινική ευθύνη των υπουργών, έτσι όπως ρυθμίζεται στη χώρα μας, προσφέρεται για τη διαλεύκανση πιθανών σκανδάλων. Οχι τόσο διότι είναι δυσκίνητη όπως άλλοτε, αλλά διότι οι πολιτικοί μας δεν είναι έτοιμοι να αποδεχθούν τις συνέπειές της.
Διερωτάται συνεπώς κανείς μήπως είναι καιρός, ξεπερνώντας μια παλιά προκατάληψη, να αποσυνδέσουμε τη δίωξη των υπουργών μας από τη Βουλή και να την αναθέσουμε εξ ολοκλήρου στη δικαστική εξουσία, όπως συμβαίνει σήμερα στις περισσότερες χώρες.
Ομως, η ιδέα αυτή παραείναι προκλητική για να αποτελέσει αντικείμενο του παρόντος άρθρου.
* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου